χλιαρῷ

χλιαρῷ
χλῑαρῷ , χλιαρός
warm
masc/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • περικλύδην — Α επίρρ. με χύσιμο υγρού γύρω από κάτι ή πάνω σε κάτι ή με πλύσιμο με θερμό νερό, με καταιόνηση («λούεσθαι δὲ χλιαρῷ ὕδατι περικλύδην μᾱλλον ἢ χρίεσθαι», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περικλύζω + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. άρ δην)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”